- ἔφθανε
- φθάνωcomeimperf ind act 3rd sgἔφθᾱνε , φθάνωcomeimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλανοδόκη — βαλανοδόκη, η (Α) η τρύπα στην παραστάδα της θύρας, στην οποία έφθανε η βάλανος περνώντας μέσα από την τρύπα της ξύλινης αμπάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + δόκη < δέχομαι] … Dictionary of Greek
ζειρά — ζειρά, ή (Α) ευρύ περίβλημα που φορούσαν οι Άραβες πάνω από τον χιτώνα και το οποίο, δεμένο γύρω από τη μέση, έφθανε ώς τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
κύπασσις — κύπασσις, εως και κύπαττις, ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, ίδος, ὁ, ἡ (Α) κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο τού μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
μπινίσι — το είδος παλτού, πανωφόρι που έφθανε ώς τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. binis] … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
ξυστίς — ξυστίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες τής ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια 2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως… … Dictionary of Greek
πεντηκοστάριον — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες που ψάλλονται στο διάστημα από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι τη πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Συγκεκριμένα το «Π.» περιέχει τις ακολουθίες των κινητών… … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek